- καταπαυόμενα
- καταπαύωput an end topres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπαυομένας — καταπαυομένᾱς , καταπαύω put an end to pres part mp fem acc pl καταπαυομένᾱς , καταπαύω put an end to pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)